διατάκτης

διατάκτης
ο (AM διατάκτης)
αυτός που διατάζει, εντολοδότης
νεοελλ.
δημόσιος λειτουργός εξουσιοδοτημένος να εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο ή δημοσιολογική αρχή που εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο
αρχ.
αυτός που επιβάλλει τις διαταγές του, αρχηγός, ηγεμόνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διατάκτης — assigner of posts masc nom sg διατακτέω issue a decree imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατακτής — και διαταχτής, ο 1. αυτός που δίνει διαταγές 2. διαθέτης …   Dictionary of Greek

  • διατάκται — διατάκτης assigner of posts masc nom/voc pl διατάκτᾱͅ , διατάκτης assigner of posts masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατάκτην — διατάκτης assigner of posts masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατακτώ — διατακτῶ ( έω) (Α) [διατάκτης] εκδίδω διαταγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”